νεωκόρω

νεωκόρω
νεώκορος
Aus Lydien
masc nom/voc/acc dual
νεώκορος
Aus Lydien
masc gen sg (doric aeolic)
νεωκόρος
masc nom/voc/acc dual
νεωκόρος
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεωκορώ — νεωκορῶ, έω (Α) [νεωκόρος] 1. είμαι νεωκόρος 2. (συν. σχετικά με θεό) τιμώ με ναό («τὸν αὑτῶν σύμμαχον [ενν. θεόν] νεωκορεῑν», Ιώσ.) 3. (με ειρωνική σημ.) συλώ κάτι ιερό, διαρπάζω («ἱερόν τι νεωκορήσει», Πλάτ.) 4. μτφ. διατηρώ καθαρό κάτι, αγνό… …   Dictionary of Greek

  • νεωκόρῳ — νεώκορος Aus Lydien masc dat sg νεωκόρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρωι — νεωκόρῳ , νεώκορος Aus Lydien masc dat sg νεωκόρῳ , νεωκόρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”